συγκατορύσσω

συγκατορύσσω
αττ. τ. συγκατορύττω Α
1. χώνω κάτι μαζί με άλλο
2. θάβω κάποιον μαζί με άλλον («ἐφεξῆς τῷ Δημοκρίτῳ τὸν Παρμενίδην συγκατορύττειν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κατορύσσω «σκάβω λάκκο και χώνω κάτι μέσα, θάβω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκατορύξω — συγκατορύσσω bury with aor subj act 1st sg συγκατορύσσω bury with fut ind act 1st sg συγκατορύ̱ξω , συγκατορύσσω bury with aor subj act 1st sg συγκατορύ̱ξω , συγκατορύσσω bury with fut ind act 1st sg συγκατορύσσω bury with aor ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατορύξῃ — συγκατορύσσω bury with aor subj mid 2nd sg συγκατορύσσω bury with aor subj act 3rd sg συγκατορύσσω bury with fut ind mid 2nd sg συγκατορύ̱ξῃ , συγκατορύσσω bury with aor subj mid 2nd sg συγκατορύ̱ξῃ , συγκατορύσσω bury with aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατορύττουσι — συγκατορύσσω bury with pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκατορύσσω bury with pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) συγκατορύ̱ττουσι , συγκατορύσσω bury with pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατορύξαι — συγκατορύσσω bury with aor inf act συγκατορύξαῑ , συγκατορύσσω bury with aor opt act 3rd sg συγκατορύ̱ξαῑ , συγκατορύσσω bury with aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατορυγῆναι — συγκατορύσσω bury with aor inf pass συγκατορῡγῆναι , συγκατορύσσω bury with aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατορυττόμενα — συγκατορύσσω bury with pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic) συγκατορῡττόμενα , συγκατορύσσω bury with pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατορυχθέντος — συγκατορύσσω bury with aor part pass masc/neut gen sg συγκατορῡχθέντος , συγκατορύσσω bury with aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατορυχθέντων — συγκατορύσσω bury with aor part pass masc/neut gen pl συγκατορῡχθέντων , συγκατορύσσω bury with aor part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατορύξαντες — συγκατορύσσω bury with aor part act masc nom/voc pl συγκατορύ̱ξαντες , συγκατορύσσω bury with aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατορύσσειν — συγκατορύσσω bury with pres inf act (attic epic) συγκατορύ̱σσειν , συγκατορύσσω bury with pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”